- ὀρθοεπεῖν
- ὀρθοεπέωspeakpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορθοεπώ — ὀρθοεπῶ, έω (Α) μιλώ ή προφέρω σωστά («τὸ μὴ πᾱσι φθόγγοις ὀρθοεπεῑν», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + επῶ (< επής < ἔπος), πρβλ. καλλι επώ] … Dictionary of Greek